- τσιπούρα
- η лещ
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσίπουρα — (sparus auratus ή chrysophrys aurata). Τελεόστεος ιχθύς της οικογένειας των σπαριδών, της τάξης των περκόμορφων. Έχει μήκος από 30 έως 60 εκ. και μπορεί να φτάσει το βάρος των 10 κιλών. Το στόμα, μάλλον μικρό, έχει στο πάνω μέρος δόντια σαν… … Dictionary of Greek
τσιπούρα — (sparus auratus ή chrysophrys aurata). Τελεόστεος ιχθύς της οικογένειας των σπαριδών, της τάξης των περκόμορφων. Έχει μήκος από 30 έως 60 εκ. και μπορεί να φτάσει το βάρος των 10 κιλών. Το στόμα, μάλλον μικρό, έχει στο πάνω μέρος δόντια σαν… … Dictionary of Greek
τσιπούρα — η νόστιμο ψάρι με αγκαθωτά πτερύγια και σώμα πιεσμένο από τα πλάγια, ο «χρύσοφρυς ο επίχρυσος» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακαζάνιαστος — η, ο [καζανιάζω] αυτός που δεν μπήκε σε καζάνι, σε λέβητα, αυτός που δεν έβρασε «ακαζάνιαστα τσίπουρα», τα τσίπουρα που δεν μπήκαν σε καζάνι για απόσταξη … Dictionary of Greek
Gilt-head bream — Sparus aurata Scientific c … Wikipedia
ιχθυοτροφία — Εκτροφή ψαριών που έχει ως στόχο είτε την παραγωγή αλιευμάτων με προορισμό το εμπόριο είτε τον εμπλουτισμό της ιχθυοπανίδας των εσωτερικών υδάτων. Ο εμπλουτισμός πραγματοποιείται στη θάλασσα ή σε διάφορες λίμνες και ποτάμια με τη διασπορά γόνου… … Dictionary of Greek
καζανιάζω — [καζάνι] βάζω κάτι στο καζάνι για βράσιμο ή απόσταξη («καζανιάζω τα τσίπουρα») … Dictionary of Greek
σπαρίδες — (Sparidae). Οικογένεια ψαριών της τάξης των περκόμοφων. Το σώμα τους σκεπάζεται με μεγάλα λέπια, και το στόμα τους, σε συσχετισμό με το κεφάλι τους, είναι μικρό και εφοδιασμένο με πολυάριθμα δόντια, που έχουν σχήμα κοπτήρων, κυνοδόντων ή γομφίων … Dictionary of Greek
τσίπουρο — το, Ν 1. συν. στον πληθ. τα τσίπουρα υπολείμματα από το πάτημα τών σταφυλιών, τα στέμφυλα 2. συνεκδ. οινοπνευματώδες απόσταγμα από στέμφυλα που έχουν υποστεί ζύμωση, αλλ. τσικουδιά ή ρακή. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τουρκοταταρ. sapre. Κατ άλλη άποψη, η… … Dictionary of Greek
τσιπούρας — ο, Ν δεύτερης ποιότητας κρασί που λαμβάνεται από τα τσίπουρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίπουρο + κατάλ. άς (πρβλ. καραβαν άς)] … Dictionary of Greek
φαγγρί — ή φαγκρί, το, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τεσσάρων ειδών εδώδιμων περκόμορφων ψαριών τού γένους pagrus, συγγενικών με τον σαργό, το λυθρίνι, τη συναγρίδα, την τσιπούρα κ.ά. τής οικογένειας σπαρίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φάγρος, μέσω ενός υποκορ.… … Dictionary of Greek